- τρακτέρ
- ο , τό άκλ. трактор;
άλυσοφόρο τρακτέρ — гусеничный трактор;
τροχοφόρο τρακτέρ — колёсный трактор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άλυσοφόρο τρακτέρ — гусеничный трактор;
τροχοφόρο τρακτέρ — колёсный трактор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρακτέρ — (γαλλική λ. = ελκυστήρας). Αυτοκινούμενο όχημα, με τροχούς ή με ερπύστρια, που χρησιμοποιείται για γεωργικές ή οδοποιητικές εργασίες, για ρυμούλκηση άλλων οχημάτων, που έχουν φορτία, και για μετάδοση κίνησης (με ιμάντα) σε άλλες μηχανές. Το τ.… … Dictionary of Greek
τρακτέρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), γεωργικό όχημα που ρυμουλκεί αλέτρι ή άλλο όχημα (πλατφόρμα κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελκυστήρας, γεωργικός ή τρακτέρ — Γεωργικό μηχάνημα που χρησιμοποιείται για ρυμούλκηση, μεταφορά άλλων μηχανημάτων (όπως άροτρα, σκαλιστήρια, σπορείς, χορτοκοπτικές ή θεριστικές μηχανές, τρυπάνια), καθώς και για χειρισμό φορτωτών, ανυψωτήρων, εκσκαφέων και αποξεστών. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
αγροτική οικονομία — Η α.ο. εξετάζεται διπλά: ως τομέας της οικονομίας και ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης. Ως τομέας της οικονομίας η α.ο. έχει σημασία και ρόλο ιδιάζοντα, αν και πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ως πρωταρχική μορφή παραγωγικής δραστηριότητας, όπως … Dictionary of Greek
Karyotakismus — (griechisch Kαρυωτακισμός, abgeleitet vom Namen des Dichters Kostas Karyotakis) ist in der neugriechischen Literaturgeschichte die Bezeichnung für das hauptsächlich von 1928 bis 1938 aufgetretene Phänomen, dass zahlreiche, vor allem junge,… … Deutsch Wikipedia
Новогреческая литература — Греческая литература Древнегреческая литература (до 4 века) Византийская литература (4 15 века) Новогреческая литература (С 15 века настоящее время) п·XV век (от османского покорен … Википедия
Рицос, Яннис — Яннис Рицос Γιάννης Ρίτσος … Википедия
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
απασχόληση — Όρος που στην οικονομική γλώσσα σημαίνει την κατάσταση στην oποία βρίσκονται οι συντελεστές παραγωγής που έχουν ενταχθεί στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικότερα, με τον όρο α. νοείται η μορφή χρησιμοποίησης των εργατικών δυνάμεων σε οικονομικές… … Dictionary of Greek
ελκυστήρας — ο (AM ἑλκυστήρ) νεοελλ. 1. μέρος τού σαμαριού τού αλόγου που προσαρμόζεται στο στήθος του, μπροστινέλα 2. τρακτέρ, όχημα έλξης με ειδικούς τροχούς ή ερπύστριες για να μπορεί να κινείται σε ανώμαλο έδαφος αρχ. 1. εμβρυουλκός 2. χαλινάρι 3. ως επίθ … Dictionary of Greek